μαρτυρίου

μαρτυρίου
μαρτύριον
testimony
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σκηνή του μαρτυρίου — Όρος της Π. Διαθήκης με τον οποίο χαρακτηριζόταν ο φορητός ναός, που αποτελούνταν από ξύλινο πλαίσιο σκεπασμένο με παραπετάσματα και τον οποίο οι Ισραηλίτες έφεραν μαζί τους στις περιπλανήσεις τους στην έρημο. Μέσα σε αυτόν υπήρχε η Κιβωτός της… …   Dictionary of Greek

  • моучениѥ — МОУЧЕНИ|Ѥ (304), ˫А с. 1. Страдание, мука, мучение; у христиан – мученический подвиг во имя Христа: •з҃• бо мѣстъ ѥсть разньствъ м(о)лтвьныихъ. отъ сихъ три подъ страхъмь сѹть и подъ мѹчениѥмь. ины же четыри сп҃саѥмыихъ сѹть. (ὑπὸ... κόλλασιν)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • моученичьскыи — (57) пр. к мѹченикъ: да въмѣнить г҃ь каплѧ пота твоѥго съ кръвию мч҃ничьскою. Изб 1076, 54; и на мѣстѣ иде же мч҃нчьскыимь вѣньцьмь ѹв˫азостас˫а. съзьданѣ быста цр҃кви въ им˫а ѥю. СкБГ XII, 16г; приѥмлеть бо създавыи насъ ѿ хотѧщихъ сп҃стисѧ не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μαρτύριο — το (AM μαρτύριον) 1. αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο (α. «τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι το ισχυρότερο μαρτύριο τής ενοχής του» β. «μαρτύριον δέ Δήλου γὰρ καθαιρομένης...», Θουκ.) 2. κακοποίηση ή βασανιστήριο μέχρι θανάτου («οι χριστιανοί… …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • σκηνωματοφόρος — ον, Μ αυτός που φέρει την σκηνή τού μαρτυρίου («ἡ τοῡ μαρτυρίου σκηνή... τὴν σκηνωματοφόρον ταύτην Εὔαν, γυναῑκα Χριστοῡ τοῡ Ἀδάμ, ἐκκλησίαν ἐσήμανε», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκήνωμα, ατος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κιβωτός της Διαθήκης — Ιερό σκεύος των Εβραίων κατά την αρχαιότητα, που αναφέρεται και ως κιβωτός του Μαρτυρίου. Επρόκειτο για ένα κιβώτιο από ξύλο ακακίας, μήκους περίπου 1,10 μ., πλάτους 0,67 μ. και ύψους 0,67 μ. Ήταν επενδεδυμένο με χρυσό και στην κορυφή έφερε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”